dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σέσουλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schaufel
Ⓦ
Ⓖ
…
φτυάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schaufel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
φαράσι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kehrichtschaufel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φτυαριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schaufel voll
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φτυαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaufeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φτερωτή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schaufelrad
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φτυάρι χιονιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schneeschaufel
Ⓦ
Ⓖ
…