dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διάβολος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Satan
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
σατανικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
satanisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διαβολοκόριτσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Satansbraten
Ⓦ
Ⓖ
…