dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σαδιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sadist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
σαδιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sadistisch
Ⓦ
Ⓖ
…