dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ρυτίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Runzel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
ρυτιδώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
runzelig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρυτιδώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
runzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
runzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ζάρωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Runzeln
Ⓦ
Ⓖ
…