dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
οι
πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bewirtschaftung der Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
διατήρηση των φυσικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erhaltung der Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανανεώσιμοι πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erneuerbare Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erschöpfung der Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
αναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ersetzung von Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αλιευτικοί πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fischereiressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επισιτιστικοί πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nahrungsmittelressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φυσικοί πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
natürliche Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nutzung der Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schätzung der Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übermäßige Nutzung der Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικονομικοί πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaftliche Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…