dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ρατσιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rassist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
ρατσίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rassistin
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ρατσιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rassistisch
Ⓦ
Ⓖ
…