dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φιλόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Philosoph
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
φιλοσοφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Philosophie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκεπτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Philosophie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φιλοσοφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
philosophieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φιλόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Philosophin
Ⓦ
Ⓖ
…
φιλοσοφικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
philosophisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θυμόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
philosophisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
Φιλοσοφική Σχολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Philosophische Fakultät
Ⓦ
Ⓖ
…