dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άρωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Parfüm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μυρωδικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Parfüm
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
αρωματοποιία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Parfümerie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρωματοποιείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Parfümerie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρωματοπωλείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Parfümerie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπουκάλι αρώματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Parfümfläschchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρωματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
parfümieren
Ⓦ
Ⓖ
…