dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
επίπεδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Niveau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στάθμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Niveau
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
μορφωτικό επίπεδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bildungsniveau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκχυδαΐζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niveaulos werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χυδαΐζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niveaulos werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκχυδαΐζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niveaulos werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συνταξιοδοτικό επίπεδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rentenniveau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παγκόσμιο επίπεδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weltniveau
Ⓦ
Ⓖ
…