dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
φυσιοκράτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Naturalist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
φυσιοκρατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
naturalistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νατουραλιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
naturalistisch
Ⓦ
Ⓖ
…