dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μονοπώλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Monopol
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
μονοπώλιο εισαγωγών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einfuhrmonopol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δημοσιονομικό μονοπώλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Finanzmonopol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μονοπώλιο πληροφοριών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Informationsmonopol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μονοπωλιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Monopol-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μονοπωλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
monopolisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μονοπωλιακή θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Monopolstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μονοπώλιο αγοράς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachfragemonopol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κρατικό μονοπώλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Staatsmonopol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φορολογικό μονοπώλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Steuermonopol
Ⓦ
Ⓖ
…