dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συνεργάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mitarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συνάδελφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mitarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
αντιπρόσωπος πωλήσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Außendienstmitarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παροχή κινήτρων στους εργαζομένους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mitarbeitermotivation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σύνολο συνεργατών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mitarbeiterstab
Ⓦ
Ⓖ
…