dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εναποθηκεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lagern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στρατοπεδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στρατοπέδευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποθηκεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασκηνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lagern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
μεταφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslagern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πολιορκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποθηκεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποθηκεύω οριστικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
endlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διατηρώ σε δροσερό μέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kühl lagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σε απόθεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lagernd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αλληλοεπικαλύπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich überlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετατοπίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετατίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταθέτω μετατοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετατοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlagern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταθέτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlagern
Ⓦ
Ⓖ
…