dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ψίχαλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krümel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τρίμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krümel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ψίχουλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Krümel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ψιχίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krümel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
ψιχίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Brotkrümel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ψίχουλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Brotkrümel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θρυψαλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krümeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θρυμματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krümeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θρυμματίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krümeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βγάζω ψίχουλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krümeln
Ⓦ
Ⓖ
…