dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θήκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konserve
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κονσέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konserve
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κονσερβοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konserve
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διατήρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konserve
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
τα
θαλασσινά σε κονσέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fischkonserve
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μεταλλικό δοχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konservenbüchse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προϊόν σε κονσέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konservenerzeugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κονσερβοποιία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konservenfabrik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κονσερβοποιείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konservenfabrik
Ⓦ
Ⓖ
…