dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έλλειψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Knappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανεπάρκειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Knappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στενότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Knappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανεπάρκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Knappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
έλλειψη ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Energieknappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στενότητα χρήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geldknappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανεπάρκεια τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensmittelknappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
έλλειψη τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nahrungsmittelknappheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έλλειψη πρώτων υλών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rohstoffknappheit
Ⓦ
Ⓖ
…