dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
τεκνοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kinder bekommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
γεννοβολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ständig Kinder bekommen
Ⓦ
Ⓖ
…