dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ερμηνευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Interpret
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διερμηνέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interpret
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
ερμηνεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interpretation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξήγησις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interpretation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ερμηνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
interpretieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διερμηνεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Interpretieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκλαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
interpretieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ερμηνεύτρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interpretin
Ⓦ
Ⓖ
…