dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ενδιαφέροντα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interessen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
σύγκρουση συμφερόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Interessengegensatz
Ⓦ
Ⓖ
…
ομάδα συμφερόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interessengruppe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ομάδα πίεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interessengruppe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κοινοπραξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Interessenverband
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προάσπιση συμφερόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interessenwahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
συγκρουόμενα συμφέροντα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
kollidierende Interessen
Ⓦ
Ⓖ
…