dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ταυτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Identität
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
κωδικός ταυτότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Benutzeridentität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ευρωπαϊκή ταυτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
europäische Identität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ταυτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Identitätskarte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κλοπή ταυτότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Identitätsklau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κρίση ταυτότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Identitätskrise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αποδεικτικό ταυτότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Identitätsnachweis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πλαστοπροσωπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Identitätsraub
Ⓦ
Ⓖ
…
πολιτιστική ταυτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kulturelle Identität
Ⓦ
Ⓖ
…