dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προέλευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herkunft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καταγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herkunft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
ονομασία προέλευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herkunftsbezeichnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χώρα προέλευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Herkunftsland
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τόπος καταγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Herkunftsort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κοινωνική προέλευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
soziale Herkunft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λέξη προέλευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wortherkunft
Ⓦ
Ⓖ
…