dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ελληνισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Griechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
φιλέλληνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Griechenfreund
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μισέλληνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Griechenhasser
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
Ελλάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Griechenland
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
Ελλάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Griechenland
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ρωμιοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Griechentum
Ⓦ
Ⓖ
…