dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντίθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gegensatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εναντιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gegensatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
αντιθετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegensätzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντίθετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegensätzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
αντίθετα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Gegensatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντίθετα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Gegensatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αντιθέτως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Gegensatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύγκρουση συμφερόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Interessengegensatz
Ⓦ
Ⓖ
…