dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εγγυητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Garant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εχέγγυο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Garant
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
εγγύηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Garantie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ασφάλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Garantie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γκαραντί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Garantie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναλαμβάνω την εγγύηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garantie übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εγγυητήριος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garantie-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εγγυητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garantie-
Ⓦ
Ⓖ
…
χρόνος εγγύησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garantiefrist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εγγυούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
garantieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εγγυώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
garantieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εγγυημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
garantiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ελάχιστη εγγυημένη τιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
garantierter Mindestpreis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εγγυημένη τιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
garantierter Preis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εγγύηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Garantieschein
Ⓦ
Ⓖ
…
κατώφλι εγγύησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garantieschwelle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διάρκεια εγγύησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garantiezeit
Ⓦ
Ⓖ
…