dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ζωοτροφές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Futtermittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ζωοτροφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Futtermittel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
χορτονομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflanzliche Futtermittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ζωοτροφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflanzliche Futtermittel
Ⓦ
Ⓖ
…