dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ικεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Flehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξορκίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ικεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehen um …
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ικετευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παρακλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehend bitten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ικέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flehende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ικέτισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flehende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ικετευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehentlich
Ⓦ
Ⓖ
…