dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
άδεια εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitserlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
άδεια παραμονής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufenthaltserlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια διαμονής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufenthaltserlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια εξόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausreiseerlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κάρτα επισκέπτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besuchserlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ελευθεροκοινωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erlaubnis von Bord zu gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
άδεια οδήγησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fahrerlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια αλιείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fischereierlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια απογείωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Starterlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια συμμετοχής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Starterlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
άδεια πώλησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verkaufserlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…