dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ηλεκτροτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrotechnik
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
ηλεκτροτεχνίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elektrotechniker
Ⓦ
Ⓖ
…