dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ελέφαντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elefant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ελέφας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elefant
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
αρσενικός ελέφαντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elefantenbulle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προβοσκίδα ελέφαντα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elefantenrüssel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υποθαλάσσιος ελέφαντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Seeelefant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
θαλάσσιος ελέφαντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Seeelefant
Ⓦ
Ⓖ
…