dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
είσοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einreise
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
είσοδος αλλοδαπών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einreise von Ausländern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αίτηση εισόδου στη χώρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einreiseformular
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια εισόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einreisegenehmigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισέρχομαι σε χώρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einreisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άρνηση εισόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einreiseverbot
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θεώρηση εισόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einreisevisum
Ⓦ
Ⓖ
…