dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διείσδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διεισδύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπεισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισχώρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισόρμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εμβαθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισδύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω ντου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπουκάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρείσφρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισορμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
μπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…