dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τιμητικό λειτούργημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ehrenamt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εθελοντισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ehrenamt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θέση εθελοντισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ehrenamt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
επίτιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehrenamtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εθελοντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehrenamtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εθελοντική εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehrenamtliche Mitarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehrenamtliche Tätigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…