dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
(αναγκαστική) εκτέλεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Durchsetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκτέλεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchsetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Durchsetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επικράτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchsetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εφαρμογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchsetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Durchsetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
ικανότητα επιβολής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchsetzungsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισχύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchsetzungsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διεκδικητική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchsetzungsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πυγμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchsetzungsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ικανότητα επιβολής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchsetzungsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…