dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαπερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διατρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διείσδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchdringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διεισδύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεπερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαποτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Άρθρο
διαπεραστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
διεισδυτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διεισδυτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdringend
Ⓦ
Ⓖ
…