dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
διπλάσιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Doppelte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
διπλή ιθαγένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
doppelte Staatsangehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διπλή υπηκοότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
doppelte Staatsbürgerschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διπλή ιθαγένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
doppelte Staatsbürgerschaft
Ⓦ
Ⓖ
…