dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δραστηριότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Betätigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απασχόληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Betätigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
επιθυμία για δραστηριότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Betätigungsdrang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πεδίο δραστηριότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Betätigungsfeld
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άδεια για πολιτικούς λόγους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beurlaubung wegen politischer Betätigung
Ⓦ
Ⓖ
…