dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
παραστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποστήριξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύμβουλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμπαράσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνδρομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
μηχανισμός στήριξης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beistandsmechanismus
Ⓦ
Ⓖ
…
σύμβουλος μαθητείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erziehungsbeistand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικονομική συνδρομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
finanzieller Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νομικός σύμβουλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechtsbeistand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νομικός παραστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechtsbeistand
Ⓦ
Ⓖ
…
νομισματική στήριξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Währungsbeistand
Ⓦ
Ⓖ
…