dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
άτομο με ειδικές ανάγκες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Behinderte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανάπηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Behinderte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
behinderte Arbeitnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αναπηρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Behinderten-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κάρτα αναπηρίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Behindertenausweis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χώρος στάθμευσης αναπήρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Behindertenparkplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άθλημα για άτομα με αναπηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Behindertensport
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τουαλέτα αναπήρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Behindertentoilette
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άτομο με ειδικές ανάγκες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Behinderter
Ⓦ
Ⓖ
…
εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behinderter Arbeitnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hilfsmittel für Behinderte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βαριά ανάπηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schwerbehinderte
Ⓦ
Ⓖ
…