dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χρεοκοπημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bankrott
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρεοκοπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bankrott
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πτώχευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bankrott
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φαλιμέντο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bankrott
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φαλίρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bankrott
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χρεοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bankrott
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
χρεοκοπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bankrott gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πτωχεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bankrott gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρεοκοπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bankrott machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μένω ρέστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bankrott sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κήρυξη πτώχευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bankrotterklärung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χρεωκοπημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bankrotteur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρεοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bankrotteur
Ⓦ
Ⓖ
…