dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
απόσπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
σχολικό πρόγραμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αφέψημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έξοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πρόγραμμα σπουδών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Μετακόμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μετακόμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πιστοποιητικό μεταγραφής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Grundbuchauszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανάλυση λογαριασμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kontoauszug
Ⓦ
Ⓖ
…
απόσπασμα λογαριασμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kontoauszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο κινήσεως τραπεζικού λογαριασμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kontoauszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόσπασμα ποινικού μητρώου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Strafregisterauszug
Ⓦ
Ⓖ
…