dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausnahmefall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ειδική εξουσιοδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausnahmegenehmigung
Ⓦ
Ⓖ
…
έκτακτο δικαστήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausnahmegericht
Ⓦ
Ⓖ
…
προσωρινή αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausnahmezustand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολιτιστική εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kulturelle Ausnahme
Ⓦ
Ⓖ
…