dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausfertigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
έκδοση νόμου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausfertigung des Gesetzes
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τριπλότυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in dreifacher Ausfertigung
Ⓦ
Ⓖ
…