dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
απόδοση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausbeute
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbeuten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εκμεταλλευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausbeuter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καπηλευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbeuterisch
Ⓦ
Ⓖ
…