dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αφορμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlass
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlass
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ευκαιρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlass
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlass
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αιτία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlass
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
δίνω λαβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anlass geben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δίνω αφορμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anlass geben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω μπροστά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω μπρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω μπρος τη μηχανή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlasser
Ⓦ
Ⓖ
…