dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
γεωπόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Agronom
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
αγρονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Agronomie
Ⓦ
Ⓖ
…
γεωπονική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Agronomie
Ⓦ
Ⓖ
…