dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπόθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Affäre
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μπλέξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Affäre
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σχέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Affäre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ερωτική περιπέτεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Affäre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ερωτοδουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Affäre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Affäre
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
σκάνδαλο δωροδοκίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bestechungsaffäre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ερωτική σχέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebesaffäre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπόθεση δωροδοκίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schmiergeldaffäre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκάνδαλο δωρεών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spendenaffäre
Ⓦ
Ⓖ
…