dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αντιπερισπασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablenkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απασχόληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablenkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αποπροσανατολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablenkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablenkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περισπασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablenkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρεκτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablenkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
επίδειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ablenkungsangriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντιπερισπασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ablenkungsmanöver
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ελιγμός αντιπερισπασμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ablenkungsmanöver
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραπλανητική ενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ablenkungsmanöver
Ⓦ
Ⓖ
…