dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καταψήφιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
άρνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόρριψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ablehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
απόρριψη του προϋπολογισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ablehnung des Haushaltsplans
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άρνηση προσφοράς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ablehnung eines Angebots
Ⓦ
Ⓖ
…