dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύγκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ευθυγραμμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgleichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ισοζυγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgleichen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ισοπεδώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgleichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ισοφαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgleichen
Ⓦ
Ⓖ
…