dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επίστρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περικάλυμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκέπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κάλυμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επικάλυμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
μπροστινό κάλυμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Frontabdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κάλυψη καναλιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kanalabdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…